- ἀνονειδίστως
- ἀνονειδίστως adv. fr. ἀνονείδιστος (Nicol. Dam.: 90 Fgm. 130, 62 p. 403, 14 Jac. ἀνονείδιστα) without reproaching w. ἀδιστάκτως: χορηγεῖν τινι Hs 9, 24, 2.—DELG s.v. ὄνειδος.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
ἀνονειδίστως — ἀνονείδιστος irreproachable adverbial ἀνονείδιστος irreproachable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)